рецептурный - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

рецептурный - translation to Αγγλικά


рецептурный      
adj.
prescribed
prescribed      

общая лексика

задаваемый

заданный

назначенный

предписанный

рецептурный

Смотрите также

prescribed accuracy; prescribed function; prescribed limit

Ορισμός

рецептурный
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: рецептура, связанный с ним.
2) Свойственный рецептуре, характерный для нее.
3) Такой, в котором лекарства отпускаются по рецептам (об отделе в аптеке).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για рецептурный
1. Форма N 148-1/у-88 "Рецептурный бланк" (далее - рецептурный бланк) имеет серию и номер. 2.
2. Рецептурный бланк содержит серию и порядковый номер.
3. Рецептурный бланк оформляется в двух экземплярах.
4. Минаев - писатель рецептурный, работает по надежным лекалам.
5. Ситуацию может спасти только строго рецептурный отпуск лекарств.
Μετάφραση του &#39рецептурный&#39 σε Αγγλικά